ύδρωψ

ύδρωψ
-ωπος, ὁ, ΜΑ
βλ. ύδρωπας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὕδρωψ — dropsy masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρώπων — ὕδρωψ dropsy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωπα — ὕδρωψ dropsy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωπας — ὕδρωψ dropsy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωπες — ὕδρωψ dropsy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωπι — ὕδρωψ dropsy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωπος — ὕδρωψ dropsy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕδρωψι — ὕδρωψ dropsy masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… …   Dictionary of Greek

  • индрик-зверь — сказочный зверь в устн. народн. творчестве, мать всех зверей , Голуб. Кн.; также Вындрик, Индрок. Восходит к русск. цслав., др. русск. инърогъ, инорогъ единорог (Книга Иова, 1394 г.), калька греч. μονόκερως; см. Ягич, AfslPh I, 88; Соболевский,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”